- καλόπιασμα
- τοκαλομεταχείριση, περιποιητική συμπεριφορά: Μ' αυτά του τα καλοπιάσματα νομίζει πως θα τη ρίξει την πεθερά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλόπιασμα — το [καλοπιάνω] 1. περιποιητική συμπεριφορά, γλυκομίλημα, καλομεταχείριση, θωπεία 2. η προσπάθεια εξιλεώσεως, εξευμενισμού με θωπευτικά, παρηγορητικά λόγια … Dictionary of Greek
αρέσκευμα — ἀρέσκευμα, το (Α) [αρεσκεύομαι] καλόπιασμα, ενέργεια που κολακεύει κάποιον … Dictionary of Greek
γαλίφεμα — το [γαλιφεύω] καλόπιασμα, κολακεία … Dictionary of Greek
γαλιφιά — η [γαλίφης] κολακεία, καλόπιασμα … Dictionary of Greek
θωπεία — ἡ (Α θωπεία) [θωπεύω] 1. κολακεία, υπερβολική περιποίηση, γαλιφιά, καλόπιασμα 2. χάδι, χάιδεμα, χαϊδολόγημα, τρυφερή εκδήλωση (α. «μητρικές θωπείες» β. «ερωτικές θωπείες») … Dictionary of Greek
θώπευμα — το (Α θώπευμα) [θωπεύω] 1. κολακευτικός λόγος, κολακεία, εκδήλωση εύνοιας ή τρυφερότητας, καλόπιασμα 2. χάδι, χάιδεμα … Dictionary of Greek
κολάκευμα — και κολάκεμα, το (AM κολάκευμα, Μ και κολάκεμα) [κολακεύω] καθετί που λέγεται ή γίνεται για κολακεία, καλόπιασμα, κολακευτικός λόγος ή κολακευτική πράξη («ἢν δὲ ἴδω ἢ κολακεύμασί τινα προτιμώμενον ἢ και ἄλλη τινὶ ἀνωφελεῖ χάριτι... ἐπιπλήττω»,… … Dictionary of Greek
κολάκι — το (Μ κολάκι[ον]) κολακεία, καλόπιασμα νεοελλ. συν. στον πληθ. τα κολάκια θωπείες, χάδια («και τού γέρου τα κολάκια σαν νερόβραστα σπανάκια», παροιμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλαξ, ακος, ενώ, κατ άλλη άποψη, < κολακεύω] … Dictionary of Greek
κολακεία — η (AM κολακεία) [κολακεύω] καλόπιασμα κάποιου με ψεύτικα λόγια, υπερβολικά φιλόφρονη συμπεριφορά για ιδιοτελείς σκοπούς, γαλιφιά, γλείψιμο (α. «προσπαθεί με τις κολακείες να κερδίσει τη συμπάθεια τών προϊσταμένων της» β. «τεθνάναι δὲ μυριάκις… … Dictionary of Greek
συργουλιά — η, Ν κολακευτικός λόγος, κολακεία, καλόπιασμα («με συργουλιές και πονηριές αρχίζει / να τσι μιλή», Ερωτόκρ.) … Dictionary of Greek